τέρετρο

τέρετρο
το / τέρετρον, ΝΑ
ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι
νεοελλ.
ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ. ωοαποθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τερη- τής ρίζας *ter1 «διαπερνώ, τρυπώ» (βλ. λ. τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω), με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν και επίθημα -τρον (πρβλ. στέγασ-τρον) και συνδέεται με τα λατ. terebra «τρυπάνι» και αρχ. ιρλδ. tarathar «τρυπάνι» (βλ. και λ. τερηδόνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερετροφόρος — α, ο, Ν (για έντομα) αυτός που έχει τέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρετρο «τρυπάνι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… …   Dictionary of Greek

  • τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

  • τερέτριο — το / τερέτριον, ΝΑ [τέρετρον] (με υποκορ. σημ.) μικρό τέρετρο νεοελλ. τεχνολ. το αιχμηρό στέλεχος τού τερέτρου …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • τρήμα — το / τρῆμα, ΝΜΑ οπή, τρύπα νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα») 2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» τρήματα στην περιοχή τής βάσης τού κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα… …   Dictionary of Greek

  • άλλαντος — (allantus). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τενθρηδονιδών. Ζουν πάνω στα φύλλα διαφόρων φυτών. Οι προνύμφες τους, που φτάνουν σε μήκος τα 2 έως 3 εκ., προσβάλλουν τα φυτά τρώγοντας τα φύλλα. Τα τέλεια έντομα έχουν αρκετά μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”